φυλλάκανθος

φυλλάκανθος
ο / φυλλάκανθος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος εχινοδέρμων τών θερμών θαλασσών
αρχ.
(για φυτό) αυτός που έχει αγκαθωτά φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + ἄκανθος (πρβλ. πυξ-άκανθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φυλλάκανθος — with prickly leaves masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλλάκανθον — φυλλάκανθος with prickly leaves masc/fem acc sg φυλλάκανθος with prickly leaves neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλλακάνθων — φυλλάκανθος with prickly leaves masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλλάκανθα — φυλλάκανθος with prickly leaves neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίβολος — ο, ΝΜΑ ετήσιο ζιζάνιο φυτό («ἐκφέρουσα δὲ ἀκάνθας καὶ τριβόλους», ΚΔ) αρχ. 1. μικρό σιδερένιο τεμάχιο με τρεις αιχμές τοποθετημένες κατά τρόπο ώστε η μία να στέκεται πάντοτε κατακόρυφα, όπως κι αν αυτό ριχνόταν στο έδαφος, το οποίο διασκόρπιζαν… …   Dictionary of Greek

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

  • εχινόκακτος — (echinocactus). Ονομασία διαφόρων φυτών της οικογένειας των κακτιδών. O κορμός τους, που παίρνει παράξενα σχήματα, είναι σαρκώδης χωρίς φύλλα και στην κορυφή του έχει δέσμες από αγκάθια, πάνω ακριβώς από τα οποία εμφανίζονται τα άνθη. Είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”